- πραγματεία
- η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πρηγματίη, και ποιητ. τ. πραγματίη, Α [πραγματεύομαι]νεοελλ.επιστημονική μελέτη, σύγγραμμα, διατριβήνεοελλ.-μσν.πραμάτειααρχ.1. επιμελής ενασχόληση με μια εργασία μέχρι την περάτωσή της2. επίπονη, κοπιαστική εργασία3. ασχολία, εργασία, έργο («τοῡ πολιτικοῡ... πᾱσα ἡ πραγματεία περὶ πόλιν [ἐστί]», Αριστοφ.)4. συχνή ενασχόληση με δικαστικές υποθέσεις5. (για κτίσματα τού Σολομώντος) έργο, δημιούργημα («καὶ πᾱσαν πραγματείαν Σαλωμών, ὅσα ἠθέλησε ποιῆσαι», ΠΔ)6. ενόχληση, ταραχή, φασαρία7. διαπραγμάτευση μιας υπόθεσης («τὴν μὲν γαρ που τοῡ ἐπιπέδου πραγματείαν γεωμετρίαν ἐτίθης», Πλάτ.)8. τρόπος, σύστημα, διαπραγμάτευσης μιας υπόθεσης («ἡ τοῡ Πλάτωνος πραγματεία» — το σύστημα ή το δόγμα τού Πλάτωνος)9. φιλοσοφική διαπραγμάτευση ενός θέματος, φιλοσοφική εργασία10. υπόθεση φιλοσοφικού έργου11. ιστορικό έργο, στο οποίο τα γεγονότα εκτίθενται όχι μόνο κατά χρονολογική σειρά αλλά και ως αίτια και αποτελέσματα12. μαγική πράξη, επωδή, ξόρκι («ἡ Σολομῶντος πραγματεία», πάπ.)13. στον πληθ. αἱ πραγματεῑαια) επίσημα καθήκοντα και υποχρεώσεις («τὰς δ' ἄλλας ταύτας πραγματείας προστεταγμένας κατὰ ψήφισμα», Αισχίν.)β) (γενικά) οι υποθέσεις («κάτω βλέπειν εἰς ἀνθρώπων πραγματείας», Πλάτ.)14. φρ. α) «μετὰ πολλῆς πραγματείας» — με πολλή ενασχόλησηβ) «ἡ τοῡ διαλέγεσθαι πραγματεία» — η ενασχόληση με τη διαλεκτικήγ) «ἡ δημηγορική πραγματεία» — το έργο τού ρήτοραδ) «Τρωική πραγματεία» — όλα όσα μυθολογούνται για τον Τρωικό Πόλεμοε) «πρὸς ἔθνην τὴν πραγματείαν ἔχειν» — έχω σχέσεις, συναλλαγές με διάφορα έθνη.
Dictionary of Greek. 2013.